πάγγονος

πάγγονος
πάγγονος και πάνγονος, -ον (Α)
αυτός που παρέχει ζωή στα πάντα («Ἡλίῳ πανγόνῳ», Επιγρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παγγόνος — ο βιολ. καθένα από τα αποβλαστήματα που, σύμφωνα με τη θεωρία παγγένεσης τού Δαρβίνου, παράγονται από τα σωματικά κύτταρα τού οργανισμού και τα οποία, συσσωρευόμενα στα ωάρια και στα σπερματοζωάρια, σχηματίζουν κατά την ανάπτυξη τού νέου… …   Dictionary of Greek

  • παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”